- ἐναδιαφορῶ
- ἐναδιαφορέωsubmit topres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐναδιαφορέωsubmit topres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναδιαφορώ — ἐναδιαφορῶ ( έω) (Α) αδιαφορώ, είμαι αδιάφορος, τηρώ αδιαφορία για κάτι («μηδὲ ἐναδιαφορῶν τοῑς ἀλλοτρίοις ἀλγήμασιν», Μ. Βασ.) … Dictionary of Greek